παιχνιδάδικο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παιχνιδάδικο τα παιχνιδάδικα
      γενική του παιχνιδάδικου των παιχνιδάδικων
    αιτιατική το παιχνιδάδικο τα παιχνιδάδικα
     κλητική παιχνιδάδικο παιχνιδάδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παιχνιδάδικο < παιχνίδ(ι) + -άδικο  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
Βιτρίνα παιχνιδάδικου.

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.xniˈða.ði.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παιχνιδάδικο

Ουσιαστικό

παιχνιδάδικο ουδέτερο

  • (νεολογισμός) κατάστημα παιχνιδιών
      ...μαγαζιά είχαν ανοίξει στη θέση των παλιών, τα περισσότερα με πρόχειρο φαγητό ή με ψεύτικα κοσμήματα, καθώς κι ένα παιχνιδάδικο, κακόγουστα φορτωμένο με αρκούδες, ρινόκερους, λαγούς και πετραχήλια, όλα πλαστικά (Μένης Κουμανταρέας, Η γυναίκα που πετάει, Κέδρος, 2006 σελ. 275)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.