παιδοκτονικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παιδοκτονικός | η | παιδοκτονική | το | παιδοκτονικό |
| γενική | του | παιδοκτονικού | της | παιδοκτονικής | του | παιδοκτονικού |
| αιτιατική | τον | παιδοκτονικό | την | παιδοκτονική | το | παιδοκτονικό |
| κλητική | παιδοκτονικέ | παιδοκτονική | παιδοκτονικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παιδοκτονικοί | οι | παιδοκτονικές | τα | παιδοκτονικά |
| γενική | των | παιδοκτονικών | των | παιδοκτονικών | των | παιδοκτονικών |
| αιτιατική | τους | παιδοκτονικούς | τις | παιδοκτονικές | τα | παιδοκτονικά |
| κλητική | παιδοκτονικοί | παιδοκτονικές | παιδοκτονικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παιδοκτονικός < παιδοκτόνος / παιδοκτονία + -ικός
Μεταφράσεις
παιδοκτονικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.