παιδοκομία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παιδοκομία | οι | παιδοκομίες |
| γενική | της | παιδοκομίας | των | παιδοκομιών |
| αιτιατική | την | παιδοκομία | τις | παιδοκομίες |
| κλητική | παιδοκομία | παιδοκομίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Παράγωγα
Μεταφράσεις
παιδοκομία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.