παιδικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παιδικότητα | οι | παιδικότητες |
| γενική | της | παιδικότητας | των | παιδικοτήτων |
| αιτιατική | την | παιδικότητα | τις | παιδικότητες |
| κλητική | παιδικότητα | παιδικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παιδικότητα < παιδικός
Ουσιαστικό
παιδικότητα θηλυκό
- σύνολο ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν το παιδί, κυρίως η αγνότητα, η αθωότητα, η ειλικρίνεια, ο αυθορμητισμός, η ευπιστία και η ανωριμότητα.
Μεταφράσεις
παιδικότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.