παιδικάτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα παιδικάτα
      γενική των παιδικάτων
    αιτιατική τα παιδικάτα
     κλητική παιδικάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παιδικάτα < παιδικ(ός) + -άτα

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.ðiˈka.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παιδικάτα

Ουσιαστικό

παιδικάτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.