παιδιακάτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα παιδιακάτα
      γενική των παιδιακάτων
    αιτιατική τα παιδιακάτα
     κλητική παιδιακάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παιδιακάτα < παιδιακ(ός)[1] + -άτα

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.ðʝaˈka.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παιδιακάτα

Ουσιαστικό

παιδιακάτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.