παιδαράς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παιδαράς οι παιδαράδες
      γενική του παιδαρά των παιδαράδων
    αιτιατική τον παιδαρά τους παιδαράδες
     κλητική παιδαρά παιδαράδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παιδαράς < παιδ(ί) + μεγεθυντικό επίθημα -αράς

Ουσιαστικό

παιδαράς αρσενικό

  • φιλοφρονητικός χαρακτηρισμός για νεαρό άντρα που αναφέρεται κυρίως στην εξωτερική του όψη, το ύψος του και τη σωματική του διάπλαση και δύναμη

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.