παιδάριον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ παιδάριον τὰ παιδάρι
      γενική τοῦ παιδαρίου τῶν παιδαρίων
      δοτική τῷ παιδαρί τοῖς παιδαρίοις
    αιτιατική τὸ παιδάριον τὰ παιδάρι
     κλητική ! παιδάριον παιδάρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παιδαρίω
γεν-δοτ τοῖν  παιδαρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παιδάριον < (παῖς) παιδ- + υποκοριστικό επίθημα -άριον

Ουσιαστικό

παιδάριον ουδέτερο

  1. (υποκοριστικό) μικρό παιδί, παιδάκι
  2. νεαρός δούλος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.