παγώνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παγώνι | τα | παγώνια |
| γενική | του | παγωνιού | των | παγωνιών |
| αιτιατική | το | παγώνι | τα | παγώνια |
| κλητική | παγώνι | παγώνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Εκφράσεις
- κορδώνεται/φουσκώνει σαν παγώνι
Συνώνυμα
Ομώνυμα / Ομόηχα
- παγώνει
- Παγώνη (επώνυμο)
- παγῶνι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
