παγωτατζίδικο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παγωτατζίδικο τα παγωτατζίδικα
      γενική του παγωτατζίδικου των παγωτατζίδικων
    αιτιατική το παγωτατζίδικο τα παγωτατζίδικα
     κλητική παγωτατζίδικο παγωτατζίδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
παγωτατζίδικο στο Παρίσι

Ετυμολογία

παγωτατζίδικο < παγωτατζής + -ίδικο

Ουσιαστικό

παγωτατζίδικο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.