παίδες
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παίδες: μονοτονική γραφή του παῖδες (αρχαία ελληνική)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpe.ðes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παί‐δες
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
παίδες αρσενικό
- (οικείο, προσφώνηση) παιδιά, πληθυντικός αριθμός του παις (αρχαία ελληνική παῖς)
Πηγές
- παις - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.