παις

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παις < (καθαρεύουσα) παῖς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παῖς

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpes/
ομόηχο: πες

Ουσιαστικό

παις αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο παῖς)

  1. (λόγιο) το παιδί (σε παγιωμένες εκφράσεις)
    «Νοσοκομείο Παίδων»
  2. (στον πληθυντικό) παίδες (οικείο, από το αρχαίο παῖδες)

Συγγενικά

Σύνθετα

  •  δείτε  καθαρεύουσα παῖς

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.