πίντα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πίντα | οι | πίντες |
| γενική | της | πίντας | των | πιντών |
| αιτιατική | την | πίντα | τις | πίντες |
| κλητική | πίντα | πίντες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πίντα < μεταφραστικό δάνειο απ' τ' αγγλικά: pint
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.