πίκα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πίκα οι πίκες
      γενική της πίκας
    αιτιατική την πίκα τις πίκες
     κλητική πίκα πίκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πίκα (άμεσο δάνειο) ιταλική picca (αρχική σημασία: μεγάλη λόγχη) < γαλλική pique (τσακωμός)[1]

Ουσιαστικό

πίκα θηλυκό

  1. μνησικακία, πείσμα
    του έριξε αυτή τη σπόντα από πίκα, επειδή χθες της είχε κάνει υποδείξεις για το θέμα
  2. (χαρτοπαίγνιο) σύμβολο μιας από τις τέσσερις φυλές (χρώματα) της τράπουλας, τα μπαστούνια

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.