πίκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πίκα | οι | πίκες |
| γενική | της | πίκας | — | |
| αιτιατική | την | πίκα | τις | πίκες |
| κλητική | πίκα | πίκες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πίκα (άμεσο δάνειο) ιταλική picca (αρχική σημασία: μεγάλη λόγχη) < γαλλική pique (τσακωμός)[1]
Ουσιαστικό
πίκα θηλυκό
- μνησικακία, πείσμα
- ↪ του έριξε αυτή τη σπόντα από πίκα, επειδή χθες της είχε κάνει υποδείξεις για το θέμα
- (χαρτοπαίγνιο) σύμβολο μιας από τις τέσσερις φυλές (χρώματα) της τράπουλας, τα μπαστούνια
Μεταφράσεις
χρώμα της τράπουλας
|
- πίκα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.