πέραση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πέραση οι πέρασες
      γενική της πέρασης
    αιτιατική την πέραση τις πέρασες
     κλητική πέραση πέρασες
Κατηγορία όπως «ρίγανη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πέραση < περνώ, πέρασ- + -ση[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpe.ɾa.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πέραση

Ουσιαστικό

πέραση θηλυκό

  1. το να έχεις επιτυχίες στην γνώμη των άλλων, το να "κερδίζεις" (να σχηματίζουν θετική - καλή γνώμη για σένα) τους άλλους
  2. το να αρέσεις
  3. το να είσαι αποδεκτός

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.