currency

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
currency currencies

Ουσιαστικό

currency (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το νόμισμα, η βασική νομισματική μονάδα μιας χώρας
    The currency of Greece was, until the end of 2001, the drachma.
    Το νόμισμα της Ελλάδας ήταν μέχρι τα τέλη του 2001 η δραχμή.
  2. (μη μετρήσιμο) έχω πέραση, που χρησιμοποιείται ή γίνεται αποδεκτό από πολύ κόσμο
    skills/knowledge/activities which have currency - ικανότητες/γνώσεις/δραστηριότητες που έχουν πέραση
    I wish this opinion had currency (i.e., it could influence public opinion).
    Μακάρι αυτή η άποψη να είχε πέραση (να μπορούσε δηλαδή να επηρεάσει την κοινή γνώμη).

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.