πάχυνσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πάχυνσῐς αἱ παχύνσεις
      γενική τῆς παχύνσεως τῶν παχύνσεων
      δοτική τῇ παχύνσει ταῖς παχύνσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πάχυνσῐν τὰς παχύνσεις
     κλητική ! πάχυνσῐ παχύνσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παχύνσει
γεν-δοτ τοῖν  παχυνσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πάχυνσις < παχύν(ω) + -σις

Ουσιαστικό

πάχυνσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.