λέπτυνσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | λέπτυνσῐς | αἱ | λεπτύνσεις |
| γενική | τῆς | λεπτύνσεως | τῶν | λεπτύνσεων |
| δοτική | τῇ | λεπτύνσει | ταῖς | λεπτύνσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | λέπτυνσῐν | τὰς | λεπτύνσεις |
| κλητική ὦ! | λέπτυνσῐ | λεπτύνσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λεπτύνσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | λεπτυνσέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Σύνθετα
- διαλέπτυνσις
- ἐκλέπτυνσις
Πηγές
- λέπτυνσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λέπτυνσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.