Πατρωνίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Πατρωνίς αἱ Πατρωνίδες
      γενική τῆς Πατρωνίδος τῶν Πατρωνίδων
      δοτική τῇ Πατρωνίδ ταῖς Πατρωνίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Πατρωνίδ τὰς Πατρωνίδᾰς
     κλητική ! Πατρωνίς* Πατρωνίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Πατρωνίδε
γεν-δοτ τοῖν  Πατρωνίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πατρωνίς < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Πατρωνίς θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. γυναικείο όνομα
  2. πόλη της Φθιώτιδας

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.