πάω πάσο

Νέα ελληνικά (el)

πάω πάσο <  δείτε τις λέξεις πάω και πάσο

Έκφραση

πάω πάσο

  1. (χαρτοπαιξία) δεν χρησιμοποιώ τη σειρά μου για να ποντάρω ή να κάνω άλλη ενέργεια η οποία μου δίνεται όταν έρθει η σειρά μου να παίξω
  2. (κατ’ επέκταση) αποδέχομαι κάτι χωρίς να φέρνω αντίρρηση
    αν έχεις εσύ λεφτά να πληρώσεις τις ζημιές που μπορεί να γίνουν τότε εγώ πάω πάσο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.