πάκτωνας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πάκτωνας οι πάκτωνες
      γενική του πάκτωνα των πακτώνων
    αιτιατική τον πάκτωνα τους πάκτωνες
     κλητική πάκτωνα πάκτωνες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πάκτωνας < ελληνιστική κοινή πάκτων < αρχαία ελληνική πακτῶ / πακτόω < πακτός

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpa.kto.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πάκτωνας

Ουσιαστικό

πάκτωνας αρσενικό

  • βάρκα τετράγωνου σχήματος χωρίς τρόπιδα που χρησιμοποιείται στον καθαρισμό και στο βάψιμο ενός μεγαλύτερου πλοίου

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.