χέζω τήν οὐσιάν
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Έκφραση
χέζω τὴν οὐσιάν
- (μεταφορικά) χέζομαι απ' τον φόβο μου, τα κάνω πάνω μου, τρομάζω πολύ
- ※ ⌘ Ψευδο-Γεωργηλάς, Άλωσις Kωνσταντινουπόλεως, στίχ.562 ⌘BGV Bibliothèque grecque vulgaire, Ed.Legrand, τόμος 1
- μὴ νὰ σᾶς ’δῇ, νὰ ξεσπασθῇ, νὰ φοβηθῇ, νὰ σκάσῃ,,
νὰ χέσῃ τὸ συκώτιν του καὶ ὅλην τὴν οὐσιάν του- (εννοείται: ο «Μαχουμέτ» (ο Μωάμεθ ο Β΄)
- μὴ νὰ σᾶς ’δῇ, νὰ ξεσπασθῇ, νὰ φοβηθῇ, νὰ σκάσῃ,,
- ※ ⌘ Ψευδο-Γεωργηλάς, Άλωσις Kωνσταντινουπόλεως, στίχ.562 ⌘BGV Bibliothèque grecque vulgaire, Ed.Legrand, τόμος 1
- στα νέα ελληνικά: τα κάνω πάνω μου
- στα νέα ελληνικά: χέζομαι πάνω μου
- στα νέα ελληνικά: χέζομαι απ' τον φόβο μου
Πηγές
- ουσία - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.