οχλαγωγικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οχλαγωγικός η οχλαγωγική το οχλαγωγικό
      γενική του οχλαγωγικού της οχλαγωγικής του οχλαγωγικού
    αιτιατική τον οχλαγωγικό την οχλαγωγική το οχλαγωγικό
     κλητική οχλαγωγικέ οχλαγωγική οχλαγωγικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οχλαγωγικοί οι οχλαγωγικές τα οχλαγωγικά
      γενική των οχλαγωγικών των οχλαγωγικών των οχλαγωγικών
    αιτιατική τους οχλαγωγικούς τις οχλαγωγικές τα οχλαγωγικά
     κλητική οχλαγωγικοί οχλαγωγικές οχλαγωγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

οχλαγωγικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

οχλαγωγικός

οχλαγωγικές εκδηλώσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.