οφθαλμόλουτρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οφθαλμόλουτρο τα οφθαλμόλουτρα
      γενική του οφθαλμόλουτρου των οφθαλμόλουτρων
    αιτιατική το οφθαλμόλουτρο τα οφθαλμόλουτρα
     κλητική οφθαλμόλουτρο οφθαλμόλουτρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οφθαλμόλουτρο < οφθαλμός + -ό- + -λουτρο

Ουσιαστικό

οφθαλμόλουτρο ουδέτερο

  1. (νεολογισμός) (οικείο) το κοίταγμα ή το χάζεμα ατόμου ή εικόνων τα οποία μας προκαλούν αισθησιασμό, συνήθως όταν δεν πρόκειται για το άτομο με το οποίο έχουμε σχέση
  2. (συνεκδοχικά) το άτομο που κοιτάμε, το οποίο προκαλεί ευχάριστο ή, κυρίως, αισθησιακό αίσθημα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.