οφθαλμόλουτρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | οφθαλμόλουτρο | τα | οφθαλμόλουτρα |
| γενική | του | οφθαλμόλουτρου | των | οφθαλμόλουτρων |
| αιτιατική | το | οφθαλμόλουτρο | τα | οφθαλμόλουτρα |
| κλητική | οφθαλμόλουτρο | οφθαλμόλουτρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
οφθαλμόλουτρο ουδέτερο
- (νεολογισμός) (οικείο) το κοίταγμα ή το χάζεμα ατόμου ή εικόνων τα οποία μας προκαλούν αισθησιασμό, συνήθως όταν δεν πρόκειται για το άτομο με το οποίο έχουμε σχέση
- (συνεκδοχικά) το άτομο που κοιτάμε, το οποίο προκαλεί ευχάριστο ή, κυρίως, αισθησιακό αίσθημα
Μεταφράσεις
οφθαλμόλουτρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.