ουφολογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ουφολογικός | η | ουφολογική | το | ουφολογικό |
| γενική | του | ουφολογικού | της | ουφολογικής | του | ουφολογικού |
| αιτιατική | τον | ουφολογικό | την | ουφολογική | το | ουφολογικό |
| κλητική | ουφολογικέ | ουφολογική | ουφολογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ουφολογικοί | οι | ουφολογικές | τα | ουφολογικά |
| γενική | των | ουφολογικών | των | ουφολογικών | των | ουφολογικών |
| αιτιατική | τους | ουφολογικούς | τις | ουφολογικές | τα | ουφολογικά |
| κλητική | ουφολογικοί | ουφολογικές | ουφολογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ουφολογικός < ουφολογ(ία) + -ικός
Επίθετο
ουφολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με την ουφολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.