ουροφιλία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ουροφιλία οι ουροφιλίες
      γενική της ουροφιλίας των ουροφιλιών
    αιτιατική την ουροφιλία τις ουροφιλίες
     κλητική ουροφιλία ουροφιλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ουροφιλία < ούρο + -φιλία

Ουσιαστικό

ουροφιλία θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.