ουμανισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ουμανισμός οι ουμανισμοί
      γενική του ουμανισμού των ουμανισμών
    αιτιατική τον ουμανισμό τους ουμανισμούς
     κλητική ουμανισμέ ουμανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ουμανισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική humanisme[1] (λέξη κειμήλιο από την γαλλική επανάσταση)

Ουσιαστικό

ουμανισμός αρσενικό

  • φιλοσοφία που θέτει τον άνθρωπο και τις ανάγκες του στο κέντρο κάθε δραστηριότητας και ως κεντρικό άξονα κάθε απόφασης

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.