ουκρανικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ουκρανικά < από το επίθετο ουκρανικός, στον πληθυντικό του ουδέτερου

Ουσιαστικό

ουκρανικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (γλώσσα) η ουκρανική γλώσσα, η γλώσσα που μιλιέται στην Ουκρανία


Συγγενικά

Μεταφράσεις

Επίρρημα

ουκρανικά

  1. χρησιμοποιώντας την ουκρανική γλώσσα
  2. σύμφωνα με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του ουκρανικού λαού

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ουκρανικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.