οστεωδυνικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οστεωδυνικός | η | οστεωδυνική | το | οστεωδυνικό |
| γενική | του | οστεωδυνικού | της | οστεωδυνικής | του | οστεωδυνικού |
| αιτιατική | τον | οστεωδυνικό | την | οστεωδυνική | το | οστεωδυνικό |
| κλητική | οστεωδυνικέ | οστεωδυνική | οστεωδυνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οστεωδυνικοί | οι | οστεωδυνικές | τα | οστεωδυνικά |
| γενική | των | οστεωδυνικών | των | οστεωδυνικών | των | οστεωδυνικών |
| αιτιατική | τους | οστεωδυνικούς | τις | οστεωδυνικές | τα | οστεωδυνικά |
| κλητική | οστεωδυνικοί | οστεωδυνικές | οστεωδυνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οστεωδυνικός < οστεωδυνία + -ικός
Συγγενικά
- οστεωδυνία
- → δείτε τις λέξεις οστό και οδύνη
Μεταφράσεις
οστεωδυνικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.