οσμανικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οσμανικός η οσμανική το οσμανικό
      γενική του οσμανικού της οσμανικής του οσμανικού
    αιτιατική τον οσμανικό την οσμανική το οσμανικό
     κλητική οσμανικέ οσμανική οσμανικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οσμανικοί οι οσμανικές τα οσμανικά
      γενική των οσμανικών των οσμανικών των οσμανικών
    αιτιατική τους οσμανικούς τις οσμανικές τα οσμανικά
     κλητική οσμανικοί οσμανικές οσμανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

οσμανικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

οσμανικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.