ορχηστρούλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ορχηστρούλα | οι | ορχηστρούλες |
| γενική | της | ορχηστρούλας | — | |
| αιτιατική | την | ορχηστρούλα | τις | ορχηστρούλες |
| κλητική | ορχηστρούλα | ορχηστρούλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ορχηστρούλα < ορχήστρ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Ουσιαστικό
ορχηστρούλα θηλυκό
- μικρή ορχήστρα
- (μεταφορικά) ειρωνικά ή χαϊδευτικά: για μικρής εμβέλειας ή ποιότητας ορχήστρα
Μεταφράσεις
ορχηστρούλα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.