ορχηστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ορχηστής οι ορχηστές
      γενική του ορχηστή των ορχηστών
    αιτιατική τον ορχηστή τους ορχηστές
     κλητική ορχηστή ορχηστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ορχηστής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀρχηστής

Προφορά

ΔΦΑ : /oɾ.çiˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ορχηστής

Ουσιαστικό

ορχηστής αρσενικό (θηλυκό ορχηστρίδα)

  • ο έμπειρος χορευτής επί εποχές αρχαία Ελλάδος και Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.