ορχεοειδή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | ορχεοειδή | ||
| γενική | των | ορχεοειδών | ||
| αιτιατική | τα | ορχεοειδή | ||
| κλητική | ορχεοειδή | |||
| Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ορχεοειδή < λατινική orchis < αρχαία ελληνική ὄρχις + -ο- + -ειδή ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική orchidaceae[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική orchidacées[1])
Ουσιαστικό
ορχεοειδή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (βοτανική) οικογένεια φυτών που ανήκουν στα αγγειόσπερμα
- ορχεΐδες
- ορχιδοειδή
- ορχιδώδη
- ορχιοειδή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.