ορογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ορογραφία | οι | ορογραφίες |
| γενική | της | ορογραφίας | των | ορογραφιών |
| αιτιατική | την | ορογραφία | τις | ορογραφίες |
| κλητική | ορογραφία | ορογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ορογραφία θηλυκό
- ορεογραφία
- (στον κλάδο της ορολογίας) μέρος της ορολογικής εργασίας που αφορά την εγγραφή και παρουσίαση των ορολογικών δεδομένων
- Τα ορολογικά δεδομένα μπορούν να παρουσιάζονται με τη μορφή βάσεων όρων, γλωσσαρίων, θησαυρών ή άλλων δημιοσιευμάτων.
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.