ορεογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορεογραφία οι ορεογραφίες
      γενική της ορεογραφίας των ορεογραφιών
    αιτιατική την ορεογραφία τις ορεογραφίες
     κλητική ορεογραφία ορεογραφίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ορεογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική oréographie < ορεο- + -γραφία

Ουσιαστικό

ορεογραφία θηλυκό

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.