ορνιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορνιά οι ορνιές
      γενική της ορνιάς των ορνιών
    αιτιατική την ορνιά τις ορνιές
     κλητική ορνιά ορνιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ορνιά < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ορνιά θηλυκό (& αρσενικό: ορνιός)

  1. (φυτό) αγριοσυκιά
  2. (φυτό) αρσενική συκιά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.