ορμονοθεραπεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορμονοθεραπεία οι ορμονοθεραπείες
      γενική της ορμονοθεραπείας των ορμονοθεραπειών
    αιτιατική την ορμονοθεραπεία τις ορμονοθεραπείες
     κλητική ορμονοθεραπεία ορμονοθεραπείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ορμονοθεραπεία < λόγιο ενδογενές δάνειο: hormonothérapie < ορμόν(η) + -ο- + -θεραπεία

Ουσιαστικό

ορμονοθεραπεία θηλυκό

  • (ιατρική) θεραπεία με τη χρήση ορμονών
      Η ορμονοθεραπεία είναι μια μορφή αντινεοπλασματικής θεραπείας που χορηγείται με επιτυχία στα ορμονοευαίσθητα κακοήθη νεοπλάσματα, όπως καρκίνος του προστάτη, καρκίνος του μαστού, καρκίνος του ενδομητρίου. ( mastologia.gr)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.