ορμίδι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ορμίδι τα ορμίδια
      γενική του ορμιδιού των ορμιδιών
    αιτιατική το ορμίδι τα ορμίδια
     κλητική ορμίδι ορμίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ορμίδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὁρμίδι < αρχαία ελληνική ὁρμ(ιά) + ελληνιστικό επίθημα υποκοριστικών -ίδιον[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /oɾˈmi.ði/

Ουσιαστικό

ορμίδι ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.