ορθότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορθότητα οι ορθότητες
      γενική της ορθότητας των ορθοτήτων
    αιτιατική την ορθότητα τις ορθότητες
     κλητική ορθότητα ορθότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ορθότητα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ορθότητα θηλυκό

  • το να είναι κάτι σωστό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.