correctness
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
correctness (en) (μη μετρήσιμο)
- η ακρίβεια, η ορθότητα, η ιδιότητα του να είναι ακριβής ή σωστός, χωρίς λάθη
- η καταλληλότητα, η ιδιότητα του να είναι κατάλληλος, για να γίνει κάτι όπως πρέπει
- ↪ the correctness of the teaching methods - η καταλληλότητα των μεθόδων διδασκαλίας
- ≈ συνώνυμα: appropriateness
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.