βαρύκεντρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βαρύκεντρο | τα | βαρύκεντρα |
| γενική | του | βαρύκεντρου | των | βαρύκεντρων |
| αιτιατική | το | βαρύκεντρο | τα | βαρύκεντρα |
| κλητική | βαρύκεντρο | βαρύκεντρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαρύκεντρο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
βαρύκεντρο ουδέτερο
- (φυσική) το κέντρο βάρους ενός σώματος
- (γεωμετρία) το σημείο τομής των διαμέσων του τριγώνου
- → δείτε και τη λέξη ορθόκεντρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.