βαρύκεντρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαρύκεντρο τα βαρύκεντρα
      γενική του βαρύκεντρου των βαρύκεντρων
    αιτιατική το βαρύκεντρο τα βαρύκεντρα
     κλητική βαρύκεντρο βαρύκεντρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαρύκεντρο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

βαρύκεντρο ουδέτερο

  1. (φυσική) το κέντρο βάρους ενός σώματος
  2. (γεωμετρία) το σημείο τομής των διαμέσων του τριγώνου
     δείτε και τη λέξη ορθόκεντρο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.