οργωτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οργωτής οι οργωτές
      γενική του οργωτή των οργωτών
    αιτιατική τον οργωτή τους οργωτές
     κλητική οργωτή οργωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οργωτής < οργώνω + -τής

Ουσιαστικό

οργωτής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.