οργανοποιός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | οργανοποιός | οι | οργανοποιοί |
| γενική | του | οργανοποιού | των | οργανοποιών |
| αιτιατική | τον | οργανοποιό | τους | οργανοποιούς |
| κλητική | οργανοποιέ | οργανοποιοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οργανοποιός < από τα όργανον και ποιώ.
Ουσιαστικό
οργανοποιός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) αυτός που κατασκευάζει όργανα, κυρίως μουσικά όργανα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
οργανοποιός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.