οργανοποιείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | οργανοποιείο | τα | οργανοποιεία |
| γενική | του | οργανοποιείου | των | οργανοποιείων |
| αιτιατική | το | οργανοποιείο | τα | οργανοποιεία |
| κλητική | οργανοποιείο | οργανοποιεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
οργανοποιείο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.