οργανοποιία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οργανοποιία οι οργανοποιίες
      γενική της οργανοποιίας των οργανοποιιών
    αιτιατική την οργανοποιία τις οργανοποιίες
     κλητική οργανοποιία οργανοποιίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οργανοποιία < όργαν(ο) + -ο- + -ποιία

Ουσιαστικό

οργανοποιία θηλυκό

  1. η κατασκευή μουσικών οργάνων
  2. η βιοτεχνία / βιομηχανίας κατασκευής μουσικών οργάνων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.