οργανοποιία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οργανοποιία | οι | οργανοποιίες |
| γενική | της | οργανοποιίας | των | οργανοποιιών |
| αιτιατική | την | οργανοποιία | τις | οργανοποιίες |
| κλητική | οργανοποιία | οργανοποιίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
οργανοποιία θηλυκό
- η κατασκευή μουσικών οργάνων
- η βιοτεχνία / βιομηχανίας κατασκευής μουσικών οργάνων
Μεταφράσεις
οργανοποιία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.