οργανομεταλλικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οργανομεταλλικός | η | οργανομεταλλική | το | οργανομεταλλικό |
| γενική | του | οργανομεταλλικού | της | οργανομεταλλικής | του | οργανομεταλλικού |
| αιτιατική | τον | οργανομεταλλικό | την | οργανομεταλλική | το | οργανομεταλλικό |
| κλητική | οργανομεταλλικέ | οργανομεταλλική | οργανομεταλλικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οργανομεταλλικοί | οι | οργανομεταλλικές | τα | οργανομεταλλικά |
| γενική | των | οργανομεταλλικών | των | οργανομεταλλικών | των | οργανομεταλλικών |
| αιτιατική | τους | οργανομεταλλικούς | τις | οργανομεταλλικές | τα | οργανομεταλλικά |
| κλητική | οργανομεταλλικοί | οργανομεταλλικές | οργανομεταλλικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οργανομεταλλικός < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
οργανομεταλλικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.