οργανίδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οργανίδιο τα οργανίδια
      γενική του οργανίδιου
& οργανιδίου
των οργανίδιων
& οργανιδίων
    αιτιατική το οργανίδιο τα οργανίδια
     κλητική οργανίδιο οργανίδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οργανίδιο < όργανο + υποκοριστικό επίθημα -ίδιο

Ουσιαστικό

οργανίδιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.