οπτικόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | οπτικόμετρο | τα | οπτικόμετρα |
| γενική | του | οπτικόμετρου & οπτικομέτρου |
των | οπτικόμετρων & οπτικομέτρων |
| αιτιατική | το | οπτικόμετρο | τα | οπτικόμετρα |
| κλητική | οπτικόμετρο | οπτικόμετρα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- οπτόμετρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.