οπορτουνιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | οπορτουνιστής | οι | οπορτουνιστές |
| γενική | του | οπορτουνιστή | των | οπορτουνιστών |
| αιτιατική | τον | οπορτουνιστή | τους | οπορτουνιστές |
| κλητική | οπορτουνιστή | οπορτουνιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οπορτουνιστής < όρος λατινικής προέλευσης opportunus
Επίθετο
οπορτουνιστής αρσενικό ή θηλυκό
ο ευνοιοκρατικός, αυτός που συμβιβάζεται για προσωπικό και επιμεριστικό συμφέρον
Μεταφράσεις
οπορτουνιστής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.