επιμεριστικό

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επιμεριστικό < επί και μερίζω

γραμμ. «επιμεριστικές αντωνυμίες» που δηλώνουν επιμερισμό, ξεχώρισμα «έκαστος» (= κάθε ένας από τους πολλούς)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επιμεριστικό -ή, -ον αυτός που ανήκει και αναφέρεται στον επιμερισμό.

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.